- δωριστί
- επίρρ. (AM δωριστί)1. στη γλώσσα τών Δωριέων, κατά τη διάλεκτο τών Δωριέων2. κατά τον τρόπο τών Δωριέων3. κατά τον μουσικό τρόπο τών Δωριέων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Δωριστί — in Dorian fashion indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωριστί — in Dorian fashion indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάσιμος — η, ο / στάσιμος, ον ΝΜΑ [στάσις] 1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν) χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη… … Dictionary of Greek